- ευκατάλυτος
- εὐκατάλυτος, -ον (Α)αυτός που καταλύεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-λυτος (< κατα-λύω), πρβλ. α-κατά-λυτος, δυσ-κατά-λυτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐκατάλυτος — easy to overthrow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάλυτον — εὐκατάλυτος easy to overthrow masc/fem acc sg εὐκατάλυτος easy to overthrow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταλύτου — εὐκατάλυτος easy to overthrow masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταλύτους — εὐκατάλυτος easy to overthrow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάλυτα — εὐκατάλυτος easy to overthrow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταλυτωτέρα — εὐκαταλυτωτέρᾱ , εὐκατάλυτος easy to overthrow fem nom/voc/acc comp dual εὐκαταλυτωτέρᾱ , εὐκατάλυτος easy to overthrow fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)